- διαπνεομένους
- διαπνέωblow throughpres part mp masc acc pl (epic doric ionic aeolic)διαπνέωblow throughpres part mp masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αζάρι — (; – 1460). Πέρσης ποιητής. Έγραψε στίχους διαπνεόμενους από θερμή θρησκευτική πίστη. Ταξίδεψε στις Ινδίες και πολλές φορές στη Μέκκα … Dictionary of Greek
Λα Φρενέ, Ροζέ ντε- — (Roger de La Fresnaye, 1885 – 1925). Γάλλος ζωγράφος. Σπούδασε ζωγραφική στην ακαδημία Ζιλιάν, όπου διδάχτηκε κυρίως την αρμονία των χρωματικών συνδυασμών και τόνων. Τα πρώτα του έργα μαρτυρούν την επίδραση του Σεζάν και αργότερα των εκπροσώπων… … Dictionary of Greek